καταλυτήριον

καταλυτήριον
καταλυτήριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταλυτήριον — καταλυτήριον, τὸ (Α) [καταλυτήρ] κατάλυμα …   Dictionary of Greek

  • καταλυτηρίῳ — καταλυτήριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλυτήρια — καταλυτήριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”